Το συνολικό μήκος της ακτογραμμής στην Αρτέμιδα εκτιμάται σε 15,14χλμ, εκ των οποίων το 38% είναι αμμώδης, το 38% βραχώδης, το 14% κρημνώδης και το 10% ανθρωπογενής. Για την περιοχή της Αρτέμιδος, η σημασία του παράκτιου χώρου, προσδιορίζεται από την αλματώδη οικιστική ανάπτυξη που γνώρισε η περιοχή από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εξ αιτίας της επιθυμίας των ανθρώπων να αποκτήσουν εξοχική κατοικία αλλά και από την επισκεψιμότητα της περιοχής κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Σήμερα, από το σύνολο των κτισμάτων που βρίσκονται στο Δήμο, το 45,5% βρίσκεται σε απόσταση1.000μ από την ακτογραμμή, ενώ σε απόσταση 2.000 εντοπίζεται το 71,6% των κτισμάτων.
Σχέση ποσοστού κτισμάτων στο Δήμο Σπάτων - Αρτέμιδος και απόστασης από την ακτή.
Οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την παράκτια αναψυχή (ήλιου-ακτής-θάλασσας) έχουν στρατηγική οικονομική σημασία για την Αρτέμιδα δεδομένου ότι η παράκτια ζώνη παρέχει ένα περιβαλλοντικό αντιστάθμισμα στις ελλείψεις των κοινωφελών και χωροταξικών υποδομών δικτύων. Επιπρόσθετα, η οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έχει οδηγήσει του κατοίκους του Λεκανοπεδίου να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους με σκοπό τη θαλάσσια αναψυχή, γεγονός που έχει αυξήσει την επισκεψιμότητα των εύκολα προσιτών ακτών της Ανατολικής Αττικής.
Η διατήρηση και βελτίωση, όπου είναι δυνατό, των συνθηκών που εξασφαλίζουν την προστασία των φυσικών χαρακτηριστικών της ακτής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη αξιοποίηση και διαχείριση της παράκτιας ζώνης, ώστε να είναι εφικτή η συνέχεια της ροής των «υπηρεσιών» που παρέχει η παράκτια ζώνη (αναψυχή, αισθητική, μετριασμός κλίματος, βιοποικιλότητα, θέσεις εργασίας, προστασία χερσαίου χώρου κλπ). Οποιεσδήποτε προσπάθειες που αποσκοπούν στην τεχνολογική βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών που προσφέρονται στους λουόμενους, είναι άσκοπες και αναποτελεσματικές εάν δε ληφθεί υπόψη η φυσική κατάσταση του παράκτιου μετώπου, οι πιέσεις που μπορεί να ανεχθεί και η δυνατότητα βιώσιμης διαχείρισης ώστε να εξασφαλίζονται α) η προστασία της ακτογραμμής και της ακτής από διάβρωση και β) η διατήρηση της ποιότητας των κολυμβητικών υδάτων. Δεδομένου ότι οι πιέσεις που δέχεται η παράκτια ζώνη της Αρτέμιδος είναι ιδιαίτερα υψηλές (κατοικία, αναψυχή, τριτογενής τομέας, μεταφορές κλπ) και σε συνδυασμό με την ελλιπή πολεοδομική οργάνωση του ευρύτερου χώρου, κρίνεται υποχρεωτική η ανάληψη δράσεων και πρωτοβουλιών που θα δεσμεύουν την εκάστοτε Δημοτική Αρχή, την Κοινωνία των Πολιτών και την Τοπική Κοινωνία, ώστε να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη βιώσιμη διαχείριση και αξιοποίηση του παράκτιου μετώπου.
Χάρτης κάληψης γης στην παράκτια ζώνη. Χάρτης Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Κλίμα
Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης στην περιοχή είναι 410 mm, με το μέγιστο και το ελάχιστο μηνιαίο ύψος να είναι αντίστοιχα 141,6mm και 0,1mm. (Ε.Μ.Υ. Μετεωρολογικός Σταθμός Ραφήνας, έτη 1972-1981). H επικρατέστερη διεύθυνση ανέμου είναι η βορειοανατολική ακολουθούμενη από νότια με μικρή ή μέση ένταση (Ε.Μ.Υ. Έτος 1972- 1983). Η μέση μηνιαία θερμοκρασία της ατμόσφαιρας κατά την κολυμβητική περίοδο είναι 25oC, με τη μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία να καταγράφεται κατά το μήνα Ιούλιο και να είναι της τάξης των 28oC. Η ακτή λόγω του προσανατολισμού και της μορφολογίας είναι προστατευμένη έναντι των επικρατέστερων ανέμων που πνέουν στην περιοχή, με μόνη εξαίρεση τους ανέμους νότιας διεύθυνσης. Η στάθμη της θάλασσας δε μεταβάλλεται σημαντικά λόγω παλίρροιας, ενώ δεν παρατηρούνται ισχυρά ρεύματα στην περιοχή.
Βλάστηση Χερσαίας Παράκτιας Ζώνης
Η περιοχή ανήκει στη ζώνη βλάστησης: Oleo-Ceratonion η οποία αποτελείται από: θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με σχίνο (Pistacia lentiscus), αγριελιά (Olea europaea var. silvestris) ή χαρουπιά (Ceratonia siliqua), καθώς και δάση χαλέπιου πεύκης (Pinus halepensis), τραχείας πεύκης (Pinus brutia) ή κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens) με υπόροφο ίδιας σύνθεσης.
Οικότοποι στην ακτή
Φυσικοί οικότοποι” είναι χερσαίες περιοχές ή υγρότοποι που διακρίνονται χάριν των βιολογικών (βιοτικών) και μη βιολογικών (αβιοτικών) γεωγραφικών χαρακτηριστικών τους, είτε είναι εξ ολόκληρου φυσικές είτε ημιφυσικές. Ο οικότοπος είδους αποτελεί το περιβάλλον, το οποίο ορίζεται από βιοτικούς και βιοτικούς παράγοντες, στο οποίο ένα είδος σε κάποιο στάδια του βιολογικού του κύκλου. Αποτελεί δηλαδή ένα πρότυπο χωρικής οργάνωσης και αλληλεπίδρασης βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων το οποίο μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικές περιοχές με παρόμοιες, κλιματικές, υδρολογικές, εδαφικές και φυσιογραφικές συνθήκες. Παρακάτω παρατίθενται στοιχεία για τους παράκτιους οικότοπους στην Αρτέμιδα, με βάση παρατηρήσεις και βιβλιογραφικά στοιχεία από τους:
Ντάφης, Σ., Παπαστεργιάδου ,Ε., Λαζαρίδου, Ε., Τσιαφούλη, Μ., 2001. Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης, Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτόπων της Ελλάδας. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ).
Σπανού, Σ., 2010. Οικολογική αξιολόγηση και δημιουργία πρότυπου προγράμματος βιοπαρακολούθησης στην ευρύτερη περιοχή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Διδακτ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.
Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας
Σχηματισμοί από αντιπροσωπευτικά μονοετή και πολυετή είδη που καταλαμβάνουν εκτάσεις με συσσωρευμένο από τον κυματισμό, υλικό (χοντρόκοκκη άμμος και χαλίκια σε ποσοστό συνήθως 70-90%). Οι θίνες που σχηματίζονται έχουν πλάτος μεταξύ 5 και 8 m. Οι περιοχές αυτές είναι εξαιρετικά ελκυστικές για τους λουόμενους και παραθεριστές με αποτέλεσμα αυτοί οι τύποι οικοτόπου να δέχονται, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, πολυάριθμες και έντονες ανθρώπινες επιδράσεις. Η οικολογική τους σημασία έγκειται στο ότι εμφανίζονται και διατηρούνται σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες και στο ρόλο τους ως τμήμα των συμπλεγμάτων αμμοθινικής βλάστησης. Οι κοινότητες αυτές αν και είναι εφήμερες και ευμετάβλητες αποτελούνται από ανθεκτικά είδη, προσαρμοσμένα σε πολύ αντίξοες συνθήκες και με μεγάλη δυνατότητα εξάπλωσης. Λόγω της θεροφυτικής φύσης τους μπορούν ως ένα βαθμό να επανέλθουν ακόμα και μετά από έντονες πιέσεις. Η ευπάθειά τους έγκειται στο ότι τα χαρακτηριστικά τους είδη περιορίζονται στο συγκεκριμένο βιότοπο και επομένως απειλούνται από την υποβάθμιση και την απώλειά του. Στην περιοχή ενδιαφέροντος, ο τύπος οικοτόπου εμφανίζεται σε περιορισμένη έκταση στο αμμώδες τμήμα της ακτής βόρεια του Ι.Ν. Αγ.Σπυρίδωνα, ενώ οι πιέσεις που ασκούνται στη θέση αυτή έχουν σχεδόν στην εξαφάνιση της φυτοκοινότητας και του τύπου οικοτόπου.
Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών:
Η χαρακτηριστική βλάστηση αποτελείται από ανθεκτικά είδη φυτών σε αλατούχα εδάφη και απαντάται σε ιλυώδεις και αμμώδεις, επίπεδες περιοχές κατακλυζόμενες από τη θάλασσα ή σε εσωτερικά αλατούχα έλη. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν εκτεταμένα εδάφη περιφερειακά λιμνοθαλασσών που κατακλύζονται περιοδικά από τα νερά κατά την πλημμυρίδα και που παρουσιάζουν σημαντική περιεκτικότητα σε αλάτι. Τα εδάφη αυτά αποικίζουν σχηματισμοί που αποτελούνται κυρίως από μονοετή είδη, συγκεκριμένα της οικογένειας Chenopodiaceae του γένους Salicornia, καθώς και αγρωστώδη. Στη ζώνη η οποία επηρεάζεται άμεσα από το θαλασσινό νερό επικρατεί το είδος Salicornia europaea, το οποίο εμφανίζει μεγάλο βαθμό πληθοκάλυψης και κοινωνικότητας, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο της επιφάνειας του εδάφους με τη μορφή τάπητα. Στις υψηλότερες και επίπεδες εκτάσεις αυτής της ζώνης εμφανίζονται και διάφορα αγρωστώδη όπως τα Puccinelia festuciformis που δίνουν την εμφάνιση λειμώνων, ενώ στις εσωτερικότερες βαλτώδεις περιοχές επικρατεί το είδος Halimione portulacoides.
Αντιπροσωπευτικό δέιγμα του οικότοπου στη "Λίμνη".Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Ο τύπος οικοτόπου εντοπίζεται στη Λίμνη σε μίξη με τα αλίπεδα, εντός της οριοθετημένης έκτασης ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και ανάλογα με την υδρολογική κατάσταση εκτός αυτής σε μια ζώνη πλάτους 1-2μ., Σε αρκετές θέσεις παρουσιάζονται διάκενα που οφείλονται σε υποβάθμιση που κυρίως προέρχεται από επιχωματώσεις με αποτέλεσμα την ποιοτική και ποσοτική μεταβολή του υδατικού ισοζυγίου και του φυσικού κύκλου πλημμύρας-αποξήρανσης και τη μείωση της οικολογικής αξίας και λειτουργίας.
Μεσογειακά αλίπεδα
Tα μεσογειακά αλίπεδα αποτελούν θαμνώδεις αλμυρόβαλτους σε δελταϊκές πεδιάδες, σε εδάφη επίπεδα ή και σε κοιλώματα με κυριαρχία ψηλών βούρλων των ειδών Juncus maritimus και Juncus acutus. Οι οικολογικές απαιτήσεις της βλάστησης την τοποθετούν σε εσωτερικές θέσεις ως προς την ακτή, σε τα εδάφη που χαρακτηρίζονται από υψηλή υγρασία αλλά δεν κατακλύζονται και σε ορισμένες περιοχές, όπως είναι η Αλυκή, μπορεί να αναπτύσσονται στην περιφέρεια υφάλμυρων ελών. Λόγω της έντονης υγρασίας η βλάστηση χαρακτηρίζεται από ποικιλία φυτικών ειδών της οικογένειας των ψυχανθών, κάτι που κάνει τον οικότοπο των υγρών λειμώνων κατάλληλο για βόσκηση. Ο οικότοπος έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα αλλά ανήκει στους παράκτιους υγροτοπικούς οικοτόπους που έχουν υποστεί μεγάλη μείωση της έκτασής τους σε όλη τη Μεσόγειο.
Αντιπροσωπευτικό δέιγμα του οικότοπου στη "Λίμνη".Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Από οικολογική άποψη, οι φυτοκοινότητες αυτές αποτελούν λειτουργικό τμήμα των παράκτιων υγροτοπικών οικοσυστημάτων, συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία τους και η ανάπτυξή τους αποτελεί ένδειξη της καλής οικολογικής κατάστασης των οικοσυστημάτων με τα οποία σχετίζονται. Οι κοινότητες του αλοφυτικών λιβαδιών είναι ευαίσθητες τόσο στη μεταβολή των φυσικών κύκλων πλημμύρας-αποξήρανσης, όσο και στις μεταβολές του ισοζυγίου γλυκού/αλμυρού νερού. Τα χαρακτηριστικά τους είδη είναι προσαρμοσμένα σε συγκεκριμμένες οικολογικές συνθήκες, αλλά εξαρτώνται από τη διατήρηση του ενδιαιτήματός τους. Κύρια απειλή αποτελούν οι μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας λόγω αποστραγγίσεων, αρδευτικών έργων, διευθετήσεων της ροής ποταμών και ρεμάτων. Η εισβολή νιτρόφιλων ειδών και ζιζανίων λόγω βόσκησης, ρύπανσης ή γειτνίασης με καλλιέργειες αποτελεί επιπρόσθετη απειλή.
Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες της Μεσογείου
Είναι σχηματισμοί που συναντώνται στις ακτές ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής και της Μεσογείου. Βρίσκονται σε απόσταση 5 με 10 μέτρα από την ακτή και το ύψος τους κυμαίνεται από 0,5 έως 2 μέτρα. Αναπτύσσονται σε αλλουβιακές ποτάμιες ή θαλάσσιες αποθέσεις, με έδαφος αμμώδες, κατά μήκος των ακτών, σε υψόμετρο μικρότερο των 7 μέτρων, σε επίπεδο ή με ελαφρές κλίσεις ανάγλυφο (<5%). Ο οικότοπος αυτός αντιπροσωπεύεται από κοινότητες της αμμόφιλης-αμμοθινικής βλάστησης της Ανατολικής Μεσογείου και αποτελεί το πρώτο στάδιο σχηματισμού των αμμοθινικών συστημάτων. Οι κοινότητες επίσης αποικίζουν τόσο τις ράχες των αμμοθινών όσο και την πλατιά ζώνη που συγκροτείται στις υπήνεμες πλευρές των συστημάτων. Η οικολογική σημασία του οικοτόπου είναι μεγάλη και έγκειται στο ρόλο του ως δομικό στοιχείο της αμμοθινικής βλάστησης η οποία είναι σημαντική καθώς συγκρατεί την άμμο, σταθεροποιεί την ακτογραμμή, εμποδίζει την αιολική διάβρωση και λειτουργεί προστατευτικά για τις φυτοκοινότητες του εσωτερικού. Η διατήρηση των σημαντικών λειτουργιών των αμμοθινικών συστημάτων απαιτεί διατήρηση όλων των ζωνών βλάστησης που τα αποτελούν. Στην Ελλάδα οι κοινότητες αυτές έχουν υποβαθμιστεί τις τελευταίες δεκαετίες σε βαθμό που η διατήρηση όσων έχουν μείνει αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Η υποβάθμιση του οικοτόπου οφείλεται κυρίως σε φυσικά αίτια (πλάτος ακτής, ένταση αέρα-κύματος κλπ.), ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η υποβάθμιση του οικοτόπου οφείλεται και σε ανθρωπογενείς επιδράσεις, κυρίως στην τουριστική αξιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών αλλά και στην παλαιότερη εκχέρσωση μεγάλων εκτάσεων για οικοδόμηση ή καλλιέργεια.
Τα τελυταία εναπομείναντα τμήματα του οικοτόπου στην κεντρική παραλία (Ναός Ταυροπούλου Αρτέμιδος). Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Στην Αρτέμιδα, στο τμήμα της παραλίας που εφάπτεται με το ναό της Ταυροπούλου Αρτέμιδος, έχουν απομείνει τα τελευταία αντιπροσωπευτικά δείγματα του οικοτόπου, που πιθανότατα αφθονούσε έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αντιπροσωπευτική συνέπεια από την καταστροφή των αμμόλοφων που επικρατούσαν στο παράκτιο τοπίο της Αρτέμιδος, είναι κατάσταση που εμφανίζεται στην πλατεία Ελ. Βενιζέλου όπου η άμμος παρασύρεται δεκάδες μέτρα προς τη χέρσο ενώ το εύρος της ακτής έχει περιοριστεί δραματικά σε λίγα μέτρα.
Γενικά
Το συνολικό μήκος της ακτογραμμής στην Αρτέμιδα εκτιμάται σε 15,14χλμ, εκ των οποίων το 38% είναι αμμώδης, το 38% βραχώδης, το 14% κρημνώδης και το 10% ανθρωπογενής. Για την περιοχή της Αρτέμιδος, η σημασία του παράκτιου χώρου, προσδιορίζεται από την αλματώδη οικιστική ανάπτυξη που γνώρισε η περιοχή από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εξ αιτίας της επιθυμίας των ανθρώπων να αποκτήσουν εξοχική κατοικία αλλά και από την επισκεψιμότητα της περιοχής κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Σήμερα, από το σύνολο των κτισμάτων που βρίσκονται στο Δήμο, το 45,5% βρίσκεται σε απόσταση1.000μ από την ακτογραμμή, ενώ σε απόσταση 2.000 εντοπίζεται το 71,6% των κτισμάτων.
Σχέση ποσοστού κτισμάτων στο Δήμο Σπάτων - Αρτέμιδος και απόστασης από την ακτή.
Οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την παράκτια αναψυχή (ήλιου-ακτής-θάλασσας) έχουν στρατηγική οικονομική σημασία για την Αρτέμιδα δεδομένου ότι η παράκτια ζώνη παρέχει ένα περιβαλλοντικό αντιστάθμισμα στις ελλείψεις των κοινωφελών και χωροταξικών υποδομών δικτύων. Επιπρόσθετα, η οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έχει οδηγήσει του κατοίκους του Λεκανοπεδίου να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους με σκοπό τη θαλάσσια αναψυχή, γεγονός που έχει αυξήσει την επισκεψιμότητα των εύκολα προσιτών ακτών της Ανατολικής Αττικής.
Η διατήρηση και βελτίωση, όπου είναι δυνατό, των συνθηκών που εξασφαλίζουν την προστασία των φυσικών χαρακτηριστικών της ακτής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη αξιοποίηση και διαχείριση της παράκτιας ζώνης, ώστε να είναι εφικτή η συνέχεια της ροής των «υπηρεσιών» που παρέχει η παράκτια ζώνη (αναψυχή, αισθητική, μετριασμός κλίματος, βιοποικιλότητα, θέσεις εργασίας, προστασία χερσαίου χώρου κλπ). Οποιεσδήποτε προσπάθειες που αποσκοπούν στην τεχνολογική βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών που προσφέρονται στους λουόμενους, είναι άσκοπες και αναποτελεσματικές εάν δε ληφθεί υπόψη η φυσική κατάσταση του παράκτιου μετώπου, οι πιέσεις που μπορεί να ανεχθεί και η δυνατότητα βιώσιμης διαχείρισης ώστε να εξασφαλίζονται α) η προστασία της ακτογραμμής και της ακτής από διάβρωση και β) η διατήρηση της ποιότητας των κολυμβητικών υδάτων.
Δεδομένου ότι οι πιέσεις που δέχεται η παράκτια ζώνη της Αρτέμιδος είναι ιδιαίτερα υψηλές (κατοικία, αναψυχή, τριτογενής τομέας, μεταφορές κλπ) και σε συνδυασμό με την ελλιπή πολεοδομική οργάνωση του ευρύτερου χώρου, κρίνεται υποχρεωτική η ανάληψη δράσεων και πρωτοβουλιών που θα δεσμεύουν την εκάστοτε Δημοτική Αρχή, την Κοινωνία των Πολιτών και την Τοπική Κοινωνία, ώστε να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη βιώσιμη διαχείριση και αξιοποίηση του παράκτιου μετώπου.
Χάρτης κάληψης γης στην παράκτια ζώνη. Χάρτης Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Κλίμα
Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης στην περιοχή είναι 410 mm, με το μέγιστο και το ελάχιστο μηνιαίο ύψος να είναι αντίστοιχα 141,6mm και 0,1mm. (Ε.Μ.Υ. Μετεωρολογικός Σταθμός Ραφήνας, έτη 1972-1981). H επικρατέστερη διεύθυνση ανέμου είναι η βορειοανατολική ακολουθούμενη από νότια με μικρή ή μέση ένταση (Ε.Μ.Υ. Έτος 1972- 1983). Η μέση μηνιαία θερμοκρασία της ατμόσφαιρας κατά την κολυμβητική περίοδο είναι 25oC, με τη μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία να καταγράφεται κατά το μήνα Ιούλιο και να είναι της τάξης των 28oC. Η ακτή λόγω του προσανατολισμού και της μορφολογίας είναι προστατευμένη έναντι των επικρατέστερων ανέμων που πνέουν στην περιοχή, με μόνη εξαίρεση τους ανέμους νότιας διεύθυνσης. Η στάθμη της θάλασσας δε μεταβάλλεται σημαντικά λόγω παλίρροιας, ενώ δεν παρατηρούνται ισχυρά ρεύματα στην περιοχή.
Βλάστηση Χερσαίας Παράκτιας Ζώνης
Η περιοχή ανήκει στη ζώνη βλάστησης: Oleo-Ceratonion η οποία αποτελείται από: θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με σχίνο (Pistacia lentiscus), αγριελιά (Olea europaea var. silvestris) ή χαρουπιά (Ceratonia siliqua), καθώς και δάση χαλέπιου πεύκης (Pinus halepensis), τραχείας πεύκης (Pinus brutia) ή κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens) με υπόροφο ίδιας σύνθεσης.
Οικότοποι στην ακτή
Φυσικοί οικότοποι” είναι χερσαίες περιοχές ή υγρότοποι που διακρίνονται χάριν των βιολογικών (βιοτικών) και μη βιολογικών (αβιοτικών) γεωγραφικών χαρακτηριστικών τους, είτε είναι εξ ολόκληρου φυσικές είτε ημιφυσικές. Ο οικότοπος είδους αποτελεί το περιβάλλον, το οποίο ορίζεται από βιοτικούς και βιοτικούς παράγοντες, στο οποίο ένα είδος σε κάποιο στάδια του βιολογικού του κύκλου. Αποτελεί δηλαδή ένα πρότυπο χωρικής οργάνωσης και αλληλεπίδρασης βιοτικών και αβιοτικών στοιχείων το οποίο μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικές περιοχές με παρόμοιες, κλιματικές, υδρολογικές, εδαφικές και φυσιογραφικές συνθήκες.
Παρακάτω παρατίθενται στοιχεία για τους παράκτιους οικότοπους στην Αρτέμιδα, με βάση παρατηρήσεις και βιβλιογραφικά στοιχεία από τους:
Ντάφης, Σ., Παπαστεργιάδου ,Ε., Λαζαρίδου, Ε., Τσιαφούλη, Μ., 2001. Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης, Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτόπων της Ελλάδας. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ).
Σπανού, Σ., 2010. Οικολογική αξιολόγηση και δημιουργία πρότυπου προγράμματος βιοπαρακολούθησης στην ευρύτερη περιοχή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Διδακτ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.
Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας
Σχηματισμοί από αντιπροσωπευτικά μονοετή και πολυετή είδη που καταλαμβάνουν εκτάσεις με συσσωρευμένο από τον κυματισμό, υλικό (χοντρόκοκκη άμμος και χαλίκια σε ποσοστό συνήθως 70-90%). Οι θίνες που σχηματίζονται έχουν πλάτος μεταξύ 5 και 8 m. Οι περιοχές αυτές είναι εξαιρετικά ελκυστικές για τους λουόμενους και παραθεριστές με αποτέλεσμα αυτοί οι τύποι οικοτόπου να δέχονται, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, πολυάριθμες και έντονες ανθρώπινες επιδράσεις.
Η οικολογική τους σημασία έγκειται στο ότι εμφανίζονται και διατηρούνται σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες και στο ρόλο τους ως τμήμα των συμπλεγμάτων αμμοθινικής βλάστησης. Οι κοινότητες αυτές αν και είναι εφήμερες και ευμετάβλητες αποτελούνται από ανθεκτικά είδη, προσαρμοσμένα σε πολύ αντίξοες συνθήκες και με μεγάλη δυνατότητα εξάπλωσης. Λόγω της θεροφυτικής φύσης τους μπορούν ως ένα βαθμό να επανέλθουν ακόμα και μετά από έντονες πιέσεις. Η ευπάθειά τους έγκειται στο ότι τα χαρακτηριστικά τους είδη περιορίζονται στο συγκεκριμένο βιότοπο και επομένως απειλούνται από την υποβάθμιση και την απώλειά του.
Στην περιοχή ενδιαφέροντος, ο τύπος οικοτόπου εμφανίζεται σε περιορισμένη έκταση στο αμμώδες τμήμα της ακτής βόρεια του Ι.Ν. Αγ.Σπυρίδωνα, ενώ οι πιέσεις που ασκούνται στη θέση αυτή έχουν σχεδόν στην εξαφάνιση της φυτοκοινότητας και του τύπου οικοτόπου.
Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών:
Η χαρακτηριστική βλάστηση αποτελείται από ανθεκτικά είδη φυτών σε αλατούχα εδάφη και απαντάται σε ιλυώδεις και αμμώδεις, επίπεδες περιοχές κατακλυζόμενες από τη θάλασσα ή σε εσωτερικά αλατούχα έλη. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν εκτεταμένα εδάφη περιφερειακά λιμνοθαλασσών που κατακλύζονται περιοδικά από τα νερά κατά την πλημμυρίδα και που παρουσιάζουν σημαντική περιεκτικότητα σε αλάτι. Τα εδάφη αυτά αποικίζουν σχηματισμοί που αποτελούνται κυρίως από μονοετή είδη, συγκεκριμένα της οικογένειας Chenopodiaceae του γένους Salicornia, καθώς και αγρωστώδη. Στη ζώνη η οποία επηρεάζεται άμεσα από το θαλασσινό νερό επικρατεί το είδος Salicornia europaea, το οποίο εμφανίζει μεγάλο βαθμό πληθοκάλυψης και κοινωνικότητας, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο της επιφάνειας του εδάφους με τη μορφή τάπητα. Στις υψηλότερες και επίπεδες εκτάσεις αυτής της ζώνης εμφανίζονται και διάφορα αγρωστώδη όπως τα Puccinelia festuciformis που δίνουν την εμφάνιση λειμώνων, ενώ στις εσωτερικότερες βαλτώδεις περιοχές επικρατεί το είδος Halimione portulacoides.
Αντιπροσωπευτικό δέιγμα του οικότοπου στη "Λίμνη".Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Ο τύπος οικοτόπου εντοπίζεται στη Λίμνη σε μίξη με τα αλίπεδα, εντός της οριοθετημένης έκτασης ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και ανάλογα με την υδρολογική κατάσταση εκτός αυτής σε μια ζώνη πλάτους 1-2μ., Σε αρκετές θέσεις παρουσιάζονται διάκενα που οφείλονται σε υποβάθμιση που κυρίως προέρχεται από επιχωματώσεις με αποτέλεσμα την ποιοτική και ποσοτική μεταβολή του υδατικού ισοζυγίου και του φυσικού κύκλου πλημμύρας-αποξήρανσης και τη μείωση της οικολογικής αξίας και λειτουργίας.
Μεσογειακά αλίπεδα
Tα μεσογειακά αλίπεδα αποτελούν θαμνώδεις αλμυρόβαλτους σε δελταϊκές πεδιάδες, σε εδάφη επίπεδα ή και σε κοιλώματα με κυριαρχία ψηλών βούρλων των ειδών Juncus maritimus και Juncus acutus. Οι οικολογικές απαιτήσεις της βλάστησης την τοποθετούν σε εσωτερικές θέσεις ως προς την ακτή, σε τα εδάφη που χαρακτηρίζονται από υψηλή υγρασία αλλά δεν κατακλύζονται και σε ορισμένες περιοχές, όπως είναι η Αλυκή, μπορεί να αναπτύσσονται στην περιφέρεια υφάλμυρων ελών. Λόγω της έντονης υγρασίας η βλάστηση χαρακτηρίζεται από ποικιλία φυτικών ειδών της οικογένειας των ψυχανθών, κάτι που κάνει τον οικότοπο των υγρών λειμώνων κατάλληλο για βόσκηση. Ο οικότοπος έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα αλλά ανήκει στους παράκτιους υγροτοπικούς οικοτόπους που έχουν υποστεί μεγάλη μείωση της έκτασής τους σε όλη τη Μεσόγειο.
Αντιπροσωπευτικό δέιγμα του οικότοπου στη "Λίμνη".Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Από οικολογική άποψη, οι φυτοκοινότητες αυτές αποτελούν λειτουργικό τμήμα των παράκτιων υγροτοπικών οικοσυστημάτων, συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία τους και η ανάπτυξή τους αποτελεί ένδειξη της καλής οικολογικής κατάστασης των οικοσυστημάτων με τα οποία σχετίζονται. Οι κοινότητες του αλοφυτικών λιβαδιών είναι ευαίσθητες τόσο στη μεταβολή των φυσικών κύκλων πλημμύρας-αποξήρανσης, όσο και στις μεταβολές του ισοζυγίου γλυκού/αλμυρού νερού. Τα χαρακτηριστικά τους είδη είναι προσαρμοσμένα σε συγκεκριμμένες οικολογικές συνθήκες, αλλά εξαρτώνται από τη διατήρηση του ενδιαιτήματός τους. Κύρια απειλή αποτελούν οι μεταβολές της υδρολογικής ισορροπίας λόγω αποστραγγίσεων, αρδευτικών έργων, διευθετήσεων της ροής ποταμών και ρεμάτων. Η εισβολή νιτρόφιλων ειδών και ζιζανίων λόγω βόσκησης, ρύπανσης ή γειτνίασης με καλλιέργειες αποτελεί επιπρόσθετη απειλή.
Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες της Μεσογείου
Είναι σχηματισμοί που συναντώνται στις ακτές ακτών του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής και της Μεσογείου. Βρίσκονται σε απόσταση 5 με 10 μέτρα από την ακτή και το ύψος τους κυμαίνεται από 0,5 έως 2 μέτρα. Αναπτύσσονται σε αλλουβιακές ποτάμιες ή θαλάσσιες αποθέσεις, με έδαφος αμμώδες, κατά μήκος των ακτών, σε υψόμετρο μικρότερο των 7 μέτρων, σε επίπεδο ή με ελαφρές κλίσεις ανάγλυφο (<5%).
Ο οικότοπος αυτός αντιπροσωπεύεται από κοινότητες της αμμόφιλης-αμμοθινικής βλάστησης της Ανατολικής Μεσογείου και αποτελεί το πρώτο στάδιο σχηματισμού των αμμοθινικών συστημάτων. Οι κοινότητες επίσης αποικίζουν τόσο τις ράχες των αμμοθινών όσο και την πλατιά ζώνη που συγκροτείται στις υπήνεμες πλευρές των συστημάτων. Η οικολογική σημασία του οικοτόπου είναι μεγάλη και έγκειται στο ρόλο του ως δομικό στοιχείο της αμμοθινικής βλάστησης η οποία είναι σημαντική καθώς συγκρατεί την άμμο, σταθεροποιεί την ακτογραμμή, εμποδίζει την αιολική διάβρωση και λειτουργεί προστατευτικά για τις φυτοκοινότητες του εσωτερικού. Η διατήρηση των σημαντικών λειτουργιών των αμμοθινικών συστημάτων απαιτεί διατήρηση όλων των ζωνών βλάστησης που τα αποτελούν. Στην Ελλάδα οι κοινότητες αυτές έχουν υποβαθμιστεί τις τελευταίες δεκαετίες σε βαθμό που η διατήρηση όσων έχουν μείνει αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Η υποβάθμιση του οικοτόπου οφείλεται κυρίως σε φυσικά αίτια (πλάτος ακτής, ένταση αέρα-κύματος κλπ.), ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η υποβάθμιση του οικοτόπου οφείλεται και σε ανθρωπογενείς επιδράσεις, κυρίως στην τουριστική αξιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών αλλά και στην παλαιότερη εκχέρσωση μεγάλων εκτάσεων για οικοδόμηση ή καλλιέργεια.
Τα τελυταία εναπομείναντα τμήματα του οικοτόπου στην κεντρική παραλία (Ναός Ταυροπούλου Αρτέμιδος). Φωτ. Δήμος Σπάτων-Αρτέμιδος 2016.
Στην Αρτέμιδα, στο τμήμα της παραλίας που εφάπτεται με το ναό της Ταυροπούλου Αρτέμιδος, έχουν απομείνει τα τελευταία αντιπροσωπευτικά δείγματα του οικοτόπου, που πιθανότατα αφθονούσε έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αντιπροσωπευτική συνέπεια από την καταστροφή των αμμόλοφων που επικρατούσαν στο παράκτιο τοπίο της Αρτέμιδος, είναι κατάσταση που εμφανίζεται στην πλατεία Ελ. Βενιζέλου όπου η άμμος παρασύρεται δεκάδες μέτρα προς τη χέρσο ενώ το εύρος της ακτής έχει περιοριστεί δραματικά σε λίγα μέτρα.